- παύρῳ
- παύ̱ρῳ , παῦροςlittlemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STAMEN — Graecis ςτήμων, quasi Statumen, in tela quid dicatur, notum. Hoc cum telam intenderent, dicebant Attici προφορεῖςθαι, Hesiodus in ἔργ. v. 777. προβάλλεςθαι, coeteri Graeci proprie διάζεςθαι, quod ordiri Latini appellavêre. Quo spectat illud… … Hofmann J. Lexicon universale
παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek